- μαρμάρωμα
- [мармарома] ουσ. о. остолбенение,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μαρμάρωμα — το [μαρμαρώνω] 1. επένδυση ή επίστρωση με μάρμαρο 2. μετατροπή σε μάρμαρο, απολίθωση 3. στερεοποίηση, αποσκλήρυνση, υπερβολική πήξη, κατά την οποία ένα αντικείμενο γίνεται σκληρό σαν μάρμαρο 4. μτφ. η κατάσταση τού ανθρώπου που από κατάπληξη… … Dictionary of Greek